- πολυκαρπίαν
- πολυκαρπίᾱν , πολυκαρπίαabundance of fruitfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυκαρπία — η, ΝΑ [πολύκαρπος] 1. αφθονία καρπών 2. ευφορία, γονιμότητα («ὅταν... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», Ξεν.) νεοελλ. φαινόμενο κατά το οποίο ένα φυτό ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια τής ζωής του … Dictionary of Greek